ΑΝΕΥΡΥΣΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ
Η αορτή είναι η μεγαλύτερη αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά προς το υπόλοιπο μέρος του σώματος. Tο τμήμα της αορτής που βρίσκεται στην θωρακική κοιλότητα ονομάζεται θωρακική αορτή και αυτό που βρίσκεται από το διάφραγμα και μέχρι τον διχασμό της στις λαγόνιες αρτηρίες είναι η κοιλιακή αορτή. Η διάμετρος της Θωρακικής Αορτής είναι στους άνδρες 28mm , ενώ η αντίστοιχη της κοιλιακής αορτής 20 mm, είναι μεγαλύτερη στους άνδρες απ’ότι στις γυναίκες κατά 2mm και αυξάνει με την ηλικία και την επιφάνεια σώματος.
Όταν το αρτηριακό τοίχωμα της αορτής εξασθενήσει λόγω ηλικίας, η αθηρωματική νόσος, τραυματισμός ή γενετική ανωμαλία μπορεί να είναι αιτία δημιουργίας του διάτασης του αγγείου. Αν φτάσει στο σημείο να είναι τουλάχιστον κατά 50% μεγαλύτερη από την φυσιολογική διάμετρο της αρτηρίας δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε Ανεύρυσμα Αορτής και είναι δυνατόν να εντοπίζεται τόσο στην θωρακική μοίρα της αορτής όσο και στην κοιλιακή. Διάταση της αρτηρίας μικρότερη του 50% ονομάζεται εκτασία η δε γενικευμένη διάταση των αρτηριών με αύξηση της διαμέτρου πάνω από 50% θεωρείται αρτηριομεγαλία.
Τα πιο συχνά σε εμφάνιση (65% ) είναι τα Ανευρύσματα της Κοιλιακής Αορτής (ΑΚΑ) που θεωρούνται η νόσος των ενηλίκων λευκών ανδρών( άνω των 50 ετών) γιατί απαντώνται.
2 – 6 φορές συχνότερα στους άνδρες απ ότι στις γυναίκες και 3 φορές συχνότερα στους λευκούς από τους έγχρωμους (τα Ανευρύσματα της Κοιλιακής Αορτής διαγιγνώσκονται στο 3 – 10% των ασθενών άνω των 50 ετών σύμφωνα με δυο μεγάλες μελέτες : την V.A ( Veterans Administration Study ) και την Swedish Study. Σχεδόν τα περισσότερα εντοπίζονται στο τμήμα της Κοιλιακής Αορτής που βρίσκεται κάτω από τις νεφρικές αρτηρίες (μόνο στο 5% των ΑΚΑ που χειρουργούνται το ανεύρυσμα έχει επεκταθεί και στο υπερνεφρικό τμήμα της Αορτής) . Το σχήμα τους μπορεί να είναι ατρακτοειδές ή σακοειδές. Όσο αυξάνεται το μέγεθος του ανευρύσματος δημιουργείται θρόμβος στο τοίχωμα με αποτέλεσμα να μειώνεται και ο αληθινός αυλός του αγγείου.
Δεν υπάρχουν ειδικά συμπτώματα που να μας βάζουν σε σκέψεις για την ύπαρξη Α.Κ.Α και σε ποσοστό άνω του 50% είναι ασυμπτωματικά. Αν παρουσιασθούν συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι πόνος (συνεχής ή με χαρακτήρες κωλικού) συμπτώματα από το γαστρεντερικό σύστημα ( τάση για έμετο-δυσκοιλιότητα ή διάρροια ) ή συμπτώματα που μοιάζουν με οσφυαλγία και οφείλονται σε απότομη αύξηση της διαμέτρου του. Έτσι οποιοσδήποτε ασθενής με γνωστό ΑΚΑ αν αισθανθεί αιφνίδιο πόνο στην κοιλιακή χώρα ή πίσω στην μέση , θα πρέπει να απευθυνθεί αμέσως στον ειδικό Αγγειοχειρουργό για περαιτέρω έλεγχο. Επίσης σε ασθενείς άνω των 50 ετών που προσέρχονται με οξέα συμπτώματα στην κοιλιακή χώρα θα πρέπει να σκεφτόμαστε και την πιθανότητα ρήξης ενός ΑΚΑ. Η ρήξη ανευρύσματος είναι μια κατάσταση επικίνδυνη για την ζωή του ασθενούς, και απαιτεί άμεση ιατρική φροντίδα ,έχει υπολογισθεί δε ότι το 0.6% όλων των αιφνίδιων θανάτων κατ’ έτος στους άνδρες οφείλεται σε ρήξη ΑΚΑ.
Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται η ηλικία (άτομα άνω των 50 ετών, το φύλο (άντρας > γυναίκα), η κληρονομικότητα , το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και η υπερχοληστεριναιμία, παράγοντες που θα πρέπει να ρυθμίζονται.
Η διαγνωστική προσέγγιση ενός ανευρύσματος περιλαμβάνει:
Ο ετήσιος κίνδυνος ρήξης ανευρύσματος ανάλογα με το μέγεθος είναι:
< 4cm 0% / έτος
4 – 5cm 0,5 – 5%
5 – 6cm 3 – 15%
6 – 7 cm 10 – 20%
7 – 8c 20 – 40%
> 8cm 30 – 50%
Από τον παραπάνω πίνακα καταλαβαίνουμε ότι σε ασθενείς με ΑΚΑ μέχρι 4 εκ απαιτείται μόνο παρακολούθηση κάθε 6 μήνες, ενώ για μεγαλύτερα (> 5 εκ) , η χειρουργική θεραπεία αποτελεί την μία και μοναδική λύση. Η αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων έχει καλύτερα αποτελέσματα αν γίνεται εκλεκτικά και αφού προηγουμένως έχουν ρυθμισθεί οι παράγοντες κινδύνου.
Η αντιμετώπιση τους γίνεται:
Και οι δύο μέθοδοι έχουν ενδείξεις και αντενδείξεις ,κινδύνους και πλεονεκτήματα αλλά και εξίσου καλά αποτελέσματα. Η απόφαση για το ποιά από τις δύο μεθόδους θα επιλεγεί θα εξαρτηθεί από την γενική κατάσταση του ασθενούς, στην έκταση της νόσου , στην ανατομία των αγγείων αλλά και στην ύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου . Στις περιπτώσεις που μπορούν να εφαρμοσθούν και οι δύο μέθοδοι , η γνώμη του ασθενούς για την επιλογή της μεθόδου θα βαρύνει, αφού προηγουμένως έχουν επεξηγηθεί λεπτομερώς οι κίνδυνοι και τα πλεονεκτήματα κάθε μεθόδου.